- κουφότητα
- ηελαφρότητα, διανοητική αναπηρία, ματαιοδοξία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουφότητα — η (Α κουφότης ητος) [κούφος (Ι)] 1. έλλειψη βάρους («τῶν δὴ τόξων και τοξευμάτων ἡ κουφότης ἁρμόττειν δοκεῑ», Πλάτ.) 2. μτφ. κουφόνοια, επιπολαιότητα, απερισκεψία αρχ. 1. ευκινησία, γρηγοράδα 2. ευπεψία 3. (για ύφος) ελαφρότητα 4. ανακούφιση… … Dictionary of Greek
κουφότητα — κουφότης lightness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφότητ' — κουφότητα , κουφότης lightness fem acc sg κουφότητι , κουφότης lightness fem dat sg κουφότητε , κουφότης lightness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αβδηρίτης — Σατιρικό και λογοτεχνικό περιοδικό, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα (1857 59). Διευθυντής του περιοδικού ήταν o Δ. Βρατσάνος. Σε αυτό δημοσιεύτηκαν ποιήματα και έργα των Παράσχου, Ζαλοκώστα, Βηλαρά κ.ά. Δημοσιεύτηκε επίσης το μόνο πεζογραφικό έργο του … Dictionary of Greek
αδειανιά — η [αδειανός] 1. κενός χώρος 2. έλλειψη αισθήματος, σκέψης, τέχνης ή φαντασίας, κουφότητα, κενότητα … Dictionary of Greek
αλαφράδα — η [αλαφρός] 1. το να είναι κάτι ελαφρό, η ελαφρότητα 2. έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα, κουφότητα, μωρία … Dictionary of Greek
αύτως — αὔτως επίρρ. (Α) 1. με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, έτσι ακριβώς 2. έτσι δα, όχι καλύτερα 3. ακριβώς σαν 4. εντελώς 5. όπως προηγουμένως, όπως στην αρχή 6. ακλόνητα, σταθερά 7. μάταια, απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Η διαφορά στον τονισμό μεταξύ… … Dictionary of Greek
ευκαιρία — η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος] 1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε») 2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία … Dictionary of Greek
ευχέρεια — η (ΑΜ εὐχέρεια) [ευχερής] ευκολία, ικανότητα, δυνατότητα, άνεση στη χρησιμοποίηση ανθρώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων μσν. ευκαιρία αρχ. 1. (για την τέχνη) άνεση, ευκολία κινήσεων 2. κλίση, διάθεση, ροπή για κάτι 3. προθυμία για κάτι 4. (με κακή… … Dictionary of Greek
κέπφωσις — κέπφωσις, ἡ (Α) [κεπφώ] η αστάθεια τού χαρακτήρα, η κουφότητα … Dictionary of Greek